- χρηματιστικῶν
- χρηματιστικόςoffem gen plχρηματιστικόςofmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
όπεν μάρκετ — (open market). Οι λεγόμενες open market operations (πράξεις ανοιχτής αγοράς) αποτελούν κλασικό μέσο νομισματικής πολιτικής που διαθέτει η κεντρική τράπεζα. Αρχικά η πολιτική αυτή εφαρμοζόταν σε μεγάλη κλίμακα από τις τράπεζες του Ομοσπονδιακού… … Dictionary of Greek